φάνταξη

φάνταξη
η
1. η εξωτερική επιδεικτική εμφάνιση: Επαραιτήθηκε ... ως και από την εξωτερική της φάνταξη (Α. Λασκαράτος).
2. φανταξιά, φαντασίωση (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φάνταξη — η, Ν [φαντάζω / φαντάσσω] 1. επιδεικτική εξωτερική εμφάνιση 2. φαντασίωση …   Dictionary of Greek

  • φανταξιά — η, Ν φαντασίωση, πλάσμα τής φαντασίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φάνταξη κατά τα θηλ. σε ιά] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”